δημόσια κτήματα

δημόσια κτήματα
Τμήμα της περιουσίας του κράτους, η οποία περιλαμβάνει, όπως και η περιουσία των ιδιωτών, χρήματα και απαιτήσεις, κινητά και ακίνητα. Ωστόσο, ενώ ένα μέρος αυτής της περιουσίας δεν παρουσιάζει καμιά διαφορά από την ιδιωτική κτήση και αποβλέπει, όπως και αυτή, στην απόκτηση προσόδων, ένα άλλο μέρος της, τα δ.κ., εξυπηρετεί άλλους σκοπούς και υπάγεται σε ιδιαίτερο νομικό καθεστώς. Τα δ.κ. από τη φύση ή την κατασκευή τους είτε προορίζονται για κοινή χρήση (κοινόχρηστα) είτε εξυπηρετούν άμεσα τις διάφορες δημόσιες υπηρεσίες. Στην πρώτη κατηγορία υπάγονται οι δρόμοι, οι ποταμοί, οι ακρογιαλιές κλπ. Στη δεύτερη υπάγονται τα αεροδρόμια, τα φρούρια, τα λιμάνια κλπ. Την ταξινόμηση αυτή των δ.κ. καθιερώνει o ελληνικός Αστικός Κώδικας, με την πρόσθετη διευκρίνιση ότι ως δημόσιες υπηρεσίες πρέπει να νοούνται και οι δημοτικές και οι θρησκευτικές (ιστορικά, άλλωστε, τα θρησκευτικά κτήματα υπήρξαν η πρώτη μορφή δ.κ.), καθώς και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Στα δ.κ. αυτής της κατηγορίας περιλαμβάνονται και περιουσιακά στοιχεία των οποίων η εκμετάλλευση έχει παραχωρηθεί σε ανάδοχο (π.χ. σιδηρόδρομοι). Ο Αστικός Κώδικας έδωσε επίσης θετική λύση στο άλλοτε συζητούμενο θέμα της υπαγωγής στα δ.κ. και των κτιρίων που ανήκουν στην περιουσία του δημοσίου και όπου στεγάζονται δημόσιες υπηρεσίες. Τέλος, στα δ.κ. υπάγονται και κινητά περιουσιακά στοιχεία, με την έννοια ότι εξυπηρετούν άμεσα δημόσιους σκοπούς. Όσον αφορά την κατηγορία των κοινοχρήστων, υποδιαιρείται συνήθως σε ποτάμια, θαλάσσια και χερσαία δ.κ. Η ιδιοκτησία αυτή του κράτους διαφέρει από τη συνηθισμένη έννοια της ιδιοκτησίας. Τα δ.κ. είναι αναπαλλοτρίωτα, δεν μπορούν δηλαδή να μεταβιβαστούν σε ιδιώτες ούτε με τους συνηθισμένους τρόπους μεταβίβασης των εμπραγμάτων δικαιωμάτων ούτε με τη διαδικασία των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, εκτός αν με ιδιαίτερη πράξη του ίδιου του κράτους παύσουν να εξυπηρετούν δημόσιο σκοπό (π.χ. κατάργηση ενός δρόμου) οπότε μεταπίπτουν στην κατηγορία της άλλης περιουσίας του κράτους. Τα δ.κ. επίσης δεν παραγράφονται από αυτή την ίδια τη φύση τους (ενώ η άλλη περιουσία του κράτους είναι απαράγραπτη ύστερα από ειδική πρόβλεψη του νομοθέτη), ούτε σε χρησικτησία ή σε κατάσχεση· δεν είναι, εξάλλου, επιδεκτικά εμπραγμάτων δικαιωμάτων από τρίτους, όπως, για παράδειγμα, εργασιών, υποθήκης κλπ., και δεν μπορούν να κατασχεθούν. Όσον αφορά το θέμα της εκμετάλλευσης των δ.κ., είναι αποδεκτό ότι επιτρέπεται αρχικά μόνο η χρησιμοποίησή τους για την εξυπηρέτηση δημόσιων σκοπών ή της κοινοχρησίας χωρίς επιδίωξη κέρδους· παρ’ όλα αυτά συγχωρείται η περιορισμένη, επωφελής από οικονομική άποψη, εκμετάλλευση όταν αυτή δεν παραβλάπτει την κύρια αποστολή των δ.κ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δημόσιος — ια και ία, ιο (AM δημόσιος, ία, ον Α και δαμόσιος, ία, ον) I.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαό, στο κοινό, ο κοινός (σε αντίθεση με τον ιδιωτικό) («δημόσια βιβλιοθήκη», «δημοσίας συνεισφοράς», «ἱερὰ τὰ δημόσια») 2. αυτός που ανήκει στο… …   Dictionary of Greek

  • περιουσία — Στο ιδιωτικό δίκαιο ο όρος έχει σημασία διαφορετική από εκείνη που αποδίδεται συνήθως σ’ αυτόν: δηλώνει το σύνολο των υποκειμένων σε οικονομική αξιολόγηση σχέσεων, που αναφέρονται σε ένα υποκείμενο της νομικής τάξης. Με την έννοια αυτή, κάθε… …   Dictionary of Greek

  • αγρός — Έκταση γης για την καλλιέργεια κυρίως μονοετών φυτών και μάλιστα δημητριακών· χωράφι, γη, κτήμα. Στα νεότερα χρόνια α. λέγεται κάθε είδους καλλιεργημένη έκταση γης.α. αίματος. Ο λεγόμενος α. του Κεραμέως τον οποίο αγόρασαν κατά τον Ματθαίο (κζ΄ 3 …   Dictionary of Greek

  • πολεοδομία — Σε αντίθεση με τον κατά παράδοση ορισμό της π. ως τέχνης οικοδόμησης των πόλεων, που ίσχυε μέχρι την εποχή που οι πολεοδομικοί οργανισμοί μπορούσαν να θεωρηθούν ότι υπόκεινται σε αργή και προβλεπόμενη ανάπτυξη, η σύγχρονη π., αναλαμβάνοντας πριν… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • μισθώσιμος — μισθώσιμος, ον (Α) [μίσθωσις] 1. αυτός ο οποίος μπορεί να μισθωθεί ή να καταβληθεί, να πληρωθεί 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μισθώσμα τα δημόσια κτήματα τα οποία παρέχονται αντί ενοικίου …   Dictionary of Greek

  • Ικίλιος — (Icilius). Επώνυμο οικογένειας Ρωμαίων πληβείων. 1. Σπόριος Ιούλιος (5ος αι. π.Χ.). Ήταν επικεφαλής των απεσταλμένων των πληβείων στη Σύγκλητο το 494 π.Χ. Χρημάτισε πρώτος δήμαρχος της Ρώμης. 2. Λεύκιος (5ος αι. π.Χ.). Γιος του προηγούμενου.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”